Μαρτυρία Μυροφόρας Γαϊτανίδου από το χωριό Κιαμήλ του Πόντου

 Για τη γενοκτονία των Αρμενίων…

Ήμουν 12 χρονών όταν φύγαμε από την πατρίδα μου τον Πόντο. Δεν έζησα μόνο το διωγμό των Ποντίων αλλά και τη γενοκτονία των Αρμενίων. Από αυτούς ξεκίνησαν οι Τούρκοι την «εκκαθάριση». Τους κατηγόρησαν ότι ήταν υπεύθυνοι για την καταστροφή των τουρκικών στρατευμάτων από τους Ρώσους στο Σαρίκαμις. Είπαν ότι στο πεδίο της μάχης πήραν το μέρος των Ρώσων. Έτσι, βρήκαν αφορμή να τους εξαφανίσουν μια και καλή… Το σήμα εξάλλου είχε δοθεί: «Η Τουρκία στους Τούρκους».

Το σπίτι μας βρισκόταν στην πλατεία του χωριού, απέναντι από την εκκλησία, εκεί δηλαδή που γινόταν όλα τα γεγονότα. Ένα πρωί, θυμάμαι καλά, ας ήμουνα μικρό κοριτσάκι, οι Τούρκοι-τσανταρμανοί άρχισαν να μαζεύουν τους Αρμένιους. Πήγαιναν σε κάθε σπίτι Αρμενίου, χτυπούσαν την πόρτα και με βία έφερναν την οικογένεια στην πλατεία. Νέοι, γέροι, παιδιά μαζεύτηκε πολύς κόσμος. Είδαμε τους στρατιώτες να τους βάζουν στη σειρά και να τους οδηγούν έξω από το χωριό, πού τους πήγαιναν, δεν μάθαμε… Στο χωριό πάντως δεν ξαναγύρισαν. Εκείνο το διάστημα είδα άνθρωπο που του έκοψαν το κεφάλι και το σώμα του σπαρταρούσε -τα χέρια του να «τσαραφύνζνε τη γη» (να ξύνουν τη γη) όπως ο πετεινός όταν του κόβουν το κεφάλι και χτυπιέται…

Οι Τούρκοι-τσανταρμάνοι απαγόρευαν να βοηθήσουμε Αρμένιο. Όποιος τολμούσε, τον πήγαιναν στον Καρακιόλ (αστυνομία). Όσοι Αρμένιοι ειδοποιήθηκαν πρόλαβαν και έφυγαν, πολύς κόσμος είχε κρυφτεί μέσα στα δάση για αρκετό καιρό και έτσι σώθηκε.

Υπήρχαν όμως και οικογένειες πλούσιων Τούρκων που έκρυψαν στις αποθήκες τους Αρμένιους και έτσι τους έσωσαν.

Αυτοί που κρύφτηκαν στα βουνά και μέσα στα δάση δεν είχαν φαγητό και τα βράδια μέχρι νωρίς το πρωί έβγαιναν στα χωριά για να κλέψουν από τα χωράφια και από τους κήπους των σπιτιών ό,τι είχε σπαρμένο: καλαμπόκι, σιτάρι, πατάτες. Ό,τι μπορούσε να φαγωθεί, για να ξεγελάσουν την πείνα τους. Ερχόταν συχνά και στον δικό μας κήπο κρυφά και έπαιρνα ό,τι έβρισκαν. Η μάνα μου μ’έβαλε να τον φυλάω και αν δω κάποιον να την ειδοποιήσω. Ένα πρωί πηγαίνοντας μέσα στον κήπο μας είδα μια γυναίκα πεθαμένη και το μωρό της από επάνω της να θηλάζει στην αγκαλιά της. Έτρεξα στο σπίτι και φώναξα τη μάνα μου και μαζί με άλλες γυναίκες κάρφωσαν δύο σανίδες και έβαλαν τη γυναίκα επάνω και την έθαψαν. Το μωρό το πήραμε σπίτι μας αλλά και αυτό μετά από δύο μέρες πέθανε. Είχε δηλητηριαστεί από το γάλα της νεκρής μάνας του.

 Για τη γενοκτονία των Ποντίων…

Όταν άρχισε ο 1ος Παγκόσμιος Πόλεμος όλοι οι άντρες του χωριού μας από 18 μέχρι 40 χρόνων επιστρατεύτηκαν στον τουρκικό στρατό. Όπλα δεν τους έδωσαν να κρατούν γιατί δεν τους εμπιστεύονταν. Φοβούνταν ότι θα πάρουν το μέρος των Ελλήνων και εναντίον της Τουρκίας. «Τους έχουν στα Τάγματα Εργασίας (Αμελέ ταμπουρού). Εκεί είναι πιο χρήσιμοι. Σπάνε πέτρες, ανοίγουν δρόμους και χτίζουν γεφύρια.

Οι συνθήκες διαβίωσης  στα Τάγματα εργασίας είναι άθλιες. Δεν υπάρχει σωστό μέρος για ύπνο, δεν έχει φαγητό, δεν έχει νερό για την καθαριότητά τους. Οι ψείρες τους είχαν κυριεύσει. Έβαζες το χέρι στον κόρφο σου και γέμιζε η χούφτα σου ψείρες. Οι χριστιανοί στρατιώτες άρχισαν σιγά σιγά να δραπετεύουν, να γίνονται κατσάκιδες-λιποτάκτες. Μετά από καιρό και ο πατέρας μου που είχε κι αυτός επιστρατευθεί στον τουρκικό στρατό δραπέτευσε. Ήρθε νύχτα, κρυφά, στο σπίτι. Η μάνα μου τον έκρυψε στο μικρό καταφύγιο που είχαμε ετοιμάσει μέσα στο μαντρί, κάτω από το παχνί. Μετά από λίγες μέρες ήρθε ο τσαναρμάς στο σπίτι να τον ψάξει. Θέλει να τον συλλάβει. Ρώτησε τη μάνα μου πού είναι. Αυτή του είπε «Δεν ξέρω, δεν τον είδα». «Εδώ είναι και τον έκρυψες εσύ» είπε ο χωροφύλακας και με το κοντάκι του τη χτύπησε δύο φορές. Γυρνώντας προς το μέρος μου με ρώτησε αν είδα τον πατέρα μου. Εγώ κλαίγοντας από φόβο είπα: «Δεν ξέρω». Αφού έψαξε γύρω από το σπίτι και δεν τον βρήκε έφυγε.

Ο πατέρας κρυβόταν για πολύ καιρό μέσα στο καταφύγιο. Το βράδυ μόνο έβγαινε κρυφά. Βγήκε πολύ αργότερα, όταν είχε ξεχαστεί η απόδραση από το τάγμα. Τα βουνά είχανε γεμίσει από λιποτάκτες.

Μετά τον πατέρα μου και ο αδερφός της μάνας μου δραπέτευσε από το τάγμα του και πήγε στην Ισμίρ (Σμύρνη) να πολεμήσει στο πλευρό του ελληνικού στρατού, εναντίον της Τουρκίας.

Πολλοί Πόντιοι στρατιώτες δραπέτευαν και πολεμούσαν εναντίον της Τουρκίας.

Τα βουνά του Πόντου έχουν γεμίσει με λιποτάκτες και σε κάθε ευκαιρία χτυπιούνται με τον τουρκικό στρατό και τους τσέτες (πρώην τούρκους κατάδικους) του Τοπάλ Οσμάν (δήμαρχος Κερασούντας). Αυτοί έμπαιναν στο χωριό καβάλα στα άλογα με τη βοήθεια του Μουσταφά Κεμάλ και του Στρατού. «Ε, ε… ατός ο σκύλον ο Τοπάλ Οζμάντς χωρίον κ’έφεκεν, όλα έκαψεν και εριμαξένατα».

Ο τουρκικός στρατός διώχνει-εκκενώνει τις παραλιακές περιοχές -της Μαύρης θάλασσας- από τους Έλληνες Πόντιους και τους κάνει εξορία. Τους μεταφέρει πεζοπορώντας βαθιά, στα νότια της Τουρκίας. Έχει αρχίσει η γενοκτονία των Ποντίων…

Από το χωριό μας το Κιαμήλ περνούσαν τακτικά τα καραβάνια με τους εξόριστους. Έφταναν στο χωριό μας και σταματούσαν στην πλατεία του χωριού για να διανυκτερεύσουν και να ξεκουραστούν οι άνθρωποι. Πεινασμένοι και εξαθλιωμένοι τους υποχρέωναν αμέσως να κάνουν μπάνιο γυμνοί μέσα στο κρύο και την παγωνιά. Ο κόσμος διαμαρτυρόταν: «Είναι κρύο, χειμώνας, δε θέλουμε να κάνουμε μπάνιο». Οι στρατιώτες χτυπούσαν όσους διαμαρτύρονταν. Εμείς τα μικρά παιδιά τους βλέπαμε γυμνούς να κάνουν μπάνιο στην αυλή της εκκλησίας και τους λυπόμασταν.

Η Τουρκία θέλει να εξολοθρέψει τον χριστιανικό πληθυσμό, θέλει να πεθάνουν από πείνα, τις αρρώστιες και το κρύο. Είναι ο Λευκός θάνατος.

Το βράδυ το περνούσαν μέσα στην εκκλησία, σε αποθήκες του χωριού και το πρωί ξεκινούσαν πάλι, χωρίς να γνωρίζουν τον τελικό προορισμό τους, με βαρύ και αργό περπάτημα μέσα από βουνά, χαράδρες, πλημμυρισμένα γεφύρια, κακούς δρόμους.

Εγώ ήμουνα αρκετά μεγάλο κορίτσι (10-11 χρονών) και μαζί με τα άλλα παιδιά τρέχαμε να τους δούμε όταν περνούσαν από το χωριό. Κάθε φορά που έρχονταν τα καραβάνια εγώ έτρεχα στο σπίτι μας και παρακαλούσα τη μάνα μου να μου δώσει ψωμί για να τους το δώσω γιατί πεινούσανε. Η μάνα μου φοβότανε: «Πουλίμ δεν μπορούμε να τους βοηθήσουμε, οι Τούρκοι στρατιώτοι θα τιμώρινέ μας, δεν μας αφήνουν να πάμε σουμάνα τους (κοντά τους). Σκληραίνει ο φόβος τις καρδιές των ανθρώπων…

Και για πολύ καιρό έρχονταν και περνούσαν τα καραβάνια με το βασανισμένο και ταλαιπωρημένο κόσμο μέσα από το χωριό και δεν μπορούσαμε να απλώσουμε το χέρι μας να τους δώσουμε ένα κομμάτι ψωμί…

Η Ησαΐα Ιωσηφίδου από το Κίρεζλι Τουρκίας που έζησε σε αυτά τα καραβάνια εξορίας διηγούνταν όταν πια ήρθανε πρόσφυγες στην Ελλάδα το 1922: «Όταν περπατούσαμε χιλιόμετρα κάθε μέρα επάνω στα βουνά με τα χιόνια και γυρνούσες τα μάτια να κοιτάξεις πίσω το χιόνι μαύριζε από τους ανθρώπους που έπεφταν και δεν μπορούσαν να ξανασηκωθούν για να μας ακολουθήσουν στην «πορεία». Έτσι, τους αφήναμε πίσω και συνεχίζαμε να προχωρούμε χωρίς σταματημό. Δάκρυα δεν είχε κανένας πλέον… Δίπλα μας, επάνω στα άλογα, προχωρούσαν οι Τούρκοι στρατιώτες με το όπλο στο χέρι και το μαστίγιο στον ώμο.

 Ιστοριογραμμή Ποντιακού Ελληνισμού

Η ανταλλαγή των πληθυσμών (1924) 

Στο δρόμο για το λιμάνι της Κερασούντας

Ο ελληνοτουρκικός πόλεμος τελείωσε το 1922. Η Ελλάδα νικήθηκε από την Τουρκία. Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία για δικά τους συμφέροντα προέτρεψαν την Ελλάδα να μπει και να καταλάβει τη Σμύρνη τον Μάιο του 1919 τάζοντάς της εδαφικά οφέλη (Σμύρνη, Ανατολική Θράκη).

Ο Τούρκος στρατιωτικός Μουσταφά Κεμάλ αναλαμβάνοντας πραξικοπηματικά την Αρχηγεία του Στρατού υποχρέωσε τον Σουλτάνο Χαμίτ σε παραίτηση. Ανασύνταξε το στράτευμα και επιτέθηκε στον ελληνικό στρατό -που εν τω μεταξύ είχε προχωρήσει πολλά χιλιόμετρα στο βάθος της Τουρκίας- και με τη μεγάλη βοήθεια βέβαια της Ρωσίας (στρατιωτική και οικονομική βοήθεια). Ο Κεμάλ διέλυσε στην κυριολεξία τον ελληνικό στρατό. Οι «σύμμαχο» μας (Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία) μας είχαν από καιρό εγκαταλείψει -η καθεμιά για τους δικούς της λόγους. Έτσι, έμμεσα, βοήθησαν τη νίκη του Κεμάλ.

Ο Πούσον ο Άγγλον μας πρόδωσε. Ο συγχωριανός μας ο Νικόλας Κάσονος, ο οποίος πολέμησε στο πλευρό του ελληνικού στρατού και εναντίον των Τούρκων και του Κεμάλ είδε κι έζησε την υποχώρηση των στρατιωτών. Έλεγε με θλίψη πάντα: «Τριάντα αιχμαλώτους -Έλληνες στρατιώτες- οι Τούρκοι ετοιζεψανάτσ’ σιν σειρά (τους έγαλαν στι σειρά) και με το αξυνάρ (τσεκούρι) τους έκοψαν τα ποδάραι (πόδια)…

Ο πάπος μου ήτανε άρρωστος στο κρεββάτι και όλο κοιτούσε με αγωνία προς το παράθυρο και ρωτούσε: «Τερέστεν… έρθεν η Ρουσία να γλυτώ μας…».

Η Αναταλλαγή των πληθυσμών συμφωνήθηκε μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας -οι έλληνες χριστινοί της Τουρκίας να έρθουν στην Ελλάδα και οι Μουσουλμάνοι της Ελλάδας να φύγουν για Τουρκία.

Μάρτιος του 1924. Ένας τσανταρμάς με το Μουχτάρ (πρόεδρος) γύρισαν όλα τα ρωμέικα σπίτια και έδωσαν την εντολή: Σε 10-15 ημέρες να φύγουμε για Ελλάδα και να πάρουμε μαζί μας ό,τι μπορούμε να κρατήσουμε στα χέρια.

Εκείνες τις μέρες γεννήθηκε η αδερφή μ’ η Μαρία. Όταν αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε ήμασταν χαρούμενοι που θα πάμε στην Ελλάδα και λυπημένοι που θα αφήναμε πίσω τον τόπο μας, το χωριό μας, τα έμορφα τα παρχάρε… Την πάπο, προς πάπο αγαπημένη μας πατρίδα. 

Στα γρήγορα ο πατέρας έψαξε να πουλήσει ό,τι μπορούσε να πουληθεί: σκεύη, ζώα, γεννήματα, ό,τι δεν μπορούσαμε να πάρουμε μαζί μας στο ταξίδι. 

Ο Μουχτάρης με τους άντρες για την ημέρα και την ώρα που θα ξεκινήσουν όλα τα κάρα μαζί από το λιμάνι της Κερασούντας. Ο πατέρας ετοίμασε τον αραμπά. Έβαλε ό,τι χρειάζεται ένα πολυήμερο ταξίδι: Ένα μεγάλο σακκί αλευρι, τη χλαού, το σάτε, την εμπροστία και το αλάτι για το φαγητό μας. Η μάνα έφερε την κούνια του μωρού, δύο παπλώματα και λίγα ρούχα. 

Η ημέρα έφτασε που θα ξεκινήσουμε. Τα κάρα όλα έτοιμα φορτωμένα στη σειρά. Πρωί πρωί με τις οικογένειες επάνω, ξεκινήσαμε για το μεγάλο ταξίδι και ήταν σα να ξιλώναμε ένα κομμάτι από τις ζωές μας...

Ο δρόμος από το Κιαμήλ μέχρι την Κερασούντα ήταν μακρύς. Προχωρούσαμε όλο βόρεια προς τη Μαύρη Θάλασσα. Σταματούσαμε για ξεκούραση και για ύπνο. Κατασκηνώναμε έξω από χωριά ή κοντά σε ποτάμια για να βοσκήσουν και να ξεκουραστούν και τα ζώα, οι γυναίκες να ετοιμάσουν το σατς και να ψήσουν τις γιοχάδες, να φάνε και να ξεκουραστούν οι οικογένειες. Μια εβδομάδα κράτησε η πορεία μας μέχρι το λιμάνι της Κερασούντας. Στην Κερασούντα περιμέναμε ακόμη μια εβδομάδα να μας έρθει το βαπόρι. Σε αυτό το διάστημα ο πατέρας πούλησε τα ζώα και το κάρο σε έναν Τούρκο.

Στο βαπόρι και μετά στον Πειραιά

Πάνω στο βαπόρι ο κόσμος ήταν πολύς, με δυσκολία εύρισκες τόπο να κάτσεις. «Εγώ έκρανα στη ρέσεμ (πλάτη μου) την κούνια με το μωρό. Η μάνα μου ντρεπότανε να το κρατεί.». Στον Πειραιά φτάσαμε μετά από λίγες μέρες. Εκεί δε μας άφησαν να κατεβούμε. Μας είχανε ένα μήνα καραντίνα επάνω στο βαπόρι.

Όταν πέρασε ο μήνας, μας κατέβασαν και μας πήγαν στο απολυμαντήριο για να κάνουμε μπάνιο και να λουστούμε με «ειδικό φάρμακο». Τους άντρες αμέσως τους κούρεψαν με την ψιλή μηχανή. Και τις γυναίκες τις έκοψαν τα μαλλιά. Αυτές  διαμαρτύρονταν, φώναζαν και έκλαιγαν. Ήταν ντροπή να τις κόψουν τα μαλλιά, το στολίδι της ομορφιάς τους. Τότε έκοψαν και της μάνας μου τα ολόμαυρα, τρανά τσέμας (πλεξούδες) και την είδα να κλαίει.

Από τον Πειραιά μας έφεραν στη Θεσσαλονίκη και από εκεί στον οργανωμένο καταυλισμό των προσφύγων στο Χαρμάνκοϊ (Κορδελιό) έξω από τον Εύοσμο. Εκεί μείναμε έναν μήνα περίπου και ο κόσμος δε μας ήθελε. Η μάνα με έστελνε στη βρύση και τα παιδιά δε με άφηναν να γεμίσω τη στάμνα μου, με κυνηγούσαν. «Να φύγετε από δω τουρκόσποροι» φώναζαν και έκλειναν τη βρύση.

Οι άντρες οι μεγάλοι σε ηλικία συνεννοήθηκαν και έφυγαν να πάνε να ψάξουν σε ποια περιοχή της Μακεδονίας θα εγκατασταθούμε μόνιμα. Μετά από αρκετές μέρες γύρισαν από την «έρευνα» και είχαν καταλήξει στην περιοχή της Πτολεμαΐδας (Καϊλάρ), σε ένα χωριό χτισμένο στους πρόποδες του βουνού με πολλά νερά, δυτικά του βουνού Βέρμιο. Κούρουμψα ήταν το όνομά του, ήταν χωριό Τούρκων Μουσουλμάνων που οι οικογένειές τους έφευγαν κι αυτοί με την Ανταλλαγή στην Τουρκία. 



 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Στο δρόμο για τη νέα πατρίδα...

Μικρασιατική καταστροφή: Η λεκτική βία μετά την έλευση των προσφύγων της Μικρασιατικής καταστροφής