Στο δρόμο για τη νέα πατρίδα...
Η ανταλλαγή των πληθυσμών (1924)
Στο δρόμο για το λιμάνι της Κερασούντας
Ο ελληνοτουρκικός πόλεμος τελείωσε το 1922. Η Ελλάδα νικήθηκε από την Τουρκία. Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία για δικά τους συμφέροντα προέτρεψαν την Ελλάδα να μπει και να καταλάβει τη Σμύρνη τον Μάιο του 1919 τάζοντάς της εδαφικά οφέλη (Σμύρνη, Ανατολική Θράκη).
Ο Τούρκος στρατιωτικός Μουσταφά Κεμάλ αναλαμβάνοντας πραξικοπηματικά την Αρχηγεία του Στρατού υποχρέωσε τον Σουλτάνο Χαμίτ σε παραίτηση. Ανασύνταξε το στράτευμα και επιτέθηκε στον ελληνικό στρατό -που εν τω μεταξύ είχε προχωρήσει πολλά χιλιόμετρα στο βάθος της Τουρκίας- και με τη μεγάλη βοήθεια βέβαια της Ρωσίας (στρατιωτική και οικονομική βοήθεια). Ο Κεμάλ διέλυσε στην κυριολεξία τον ελληνικό στρατό. Οι «σύμμαχο» μας (Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία) μας είχαν από καιρό εγκαταλείψει -η καθεμιά για τους δικούς της λόγους. Έτσι, έμμεσα, βοήθησαν τη νίκη του Κεμάλ.
Ο Πούσον ο Άγγλον μας πρόδωσε. Ο συγχωριανός μας ο Νικόλας Κάσονος, ο οποίος πολέμησε στο πλευρό του ελληνικού στρατού και εναντίον των Τούρκων και του Κεμάλ είδε κι έζησε την υποχώρηση των στρατιωτών. Έλεγε με θλίψη πάντα: «Τριάντα αιχμαλώτους -Έλληνες στρατιώτες- οι Τούρκοι ετοιζεψανάτσ’ σιν σειρά (τους έγαλαν στι σειρά) και με το αξυνάρ (τσεκούρι) τους έκοψαν τα ποδάραι (πόδια)…
Ο πάπος μου ήτανε άρρωστος στο κρεββάτι και όλο κοιτούσε με αγωνία προς το παράθυρο και ρωτούσε: «Τερέστεν… έρθεν η Ρουσία να γλυτώ μας…».
Η Αναταλλαγή των πληθυσμών συμφωνήθηκε μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας -οι έλληνες χριστινοί της Τουρκίας να έρθουν στην Ελλάδα και οι Μουσουλμάνοι της Ελλάδας να φύγουν για Τουρκία.
Μάρτιος του 1924. Ένας τσανταρμάς με το Μουχτάρ (πρόεδρος) γύρισαν όλα τα ρωμέικα σπίτια και έδωσαν την εντολή: Σε 10-15 ημέρες να φύγουμε για Ελλάδα και να πάρουμε μαζί μας ό,τι μπορούμε να κρατήσουμε στα χέρια.
Εκείνες τις μέρες γεννήθηκε η αδερφή μ’ η Μαρία. Όταν αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε ήμασταν χαρούμενοι που θα πάμε στην Ελλάδα και λυπημένοι που θα αφήναμε πίσω τον τόπο μας, το χωριό μας, τα έμορφα τα παρχάρε… Την πάπο, προς πάπο αγαπημένη μας πατρίδα.
Στα γρήγορα ο πατέρας έψαξε να πουλήσει ό,τι μπορούσε να πουληθεί: σκεύη, ζώα, γεννήματα, ό,τι δεν μπορούσαμε να πάρουμε μαζί μας στο ταξίδι.
Ο Μουχτάρης με τους άντρες για την ημέρα και την ώρα που θα ξεκινήσουν όλα τα κάρα μαζί από το λιμάνι της Κερασούντας. Ο πατέρας ετοίμασε τον αραμπά. Έβαλε ό,τι χρειάζεται ένα πολυήμερο ταξίδι: Ένα μεγάλο σακκί αλευρι, τη χλαού, το σάτε, την εμπροστία και το αλάτι για το φαγητό μας. Η μάνα έφερε την κούνια του μωρού, δύο παπλώματα και λίγα ρούχα.
Η ημέρα έφτασε που θα ξεκινήσουμε. Τα κάρα όλα έτοιμα φορτωμένα στη σειρά. Πρωί πρωί με τις οικογένειες επάνω, ξεκινήσαμε για το μεγάλο ταξίδι και ήταν σα να ξηλώναμε ένα κομμάτι από τις ζωές μας...
Ο δρόμος από το Κιαμήλ μέχρι την Κερασούντα ήταν μακρύς. Προχωρούσαμε όλο βόρεια προς τη Μαύρη Θάλασσα. Σταματούσαμε για ξεκούραση και για ύπνο. Κατασκηνώναμε έξω από χωριά ή κοντά σε ποτάμια για να βοσκήσουν και να ξεκουραστούν και τα ζώα, οι γυναίκες να ετοιμάσουν το σατς και να ψήσουν τις γιοχάδες, να φάνε και να ξεκουραστούν οι οικογένειες. Μια εβδομάδα κράτησε η πορεία μας μέχρι το λιμάνι της Κερασούντας. Στην Κερασούντα περιμέναμε ακόμη μια εβδομάδα να μας έρθει το βαπόρι. Σε αυτό το διάστημα ο πατέρας πούλησε τα ζώα και το κάρο σε έναν Τούρκο.
Στο βαπόρι και μετά στον Πειραιά
Πάνω στο βαπόρι ο κόσμος ήταν πολύς, με δυσκολία εύρισκες τόπο να κάτσεις. «Εγώ έκρανα στη ρέσεμ (πλάτη μου) την κούνια με το μωρό. Η μάνα μου ντρεπότανε να το κρατεί.». Στον Πειραιά φτάσαμε μετά από λίγες μέρες. Εκεί δε μας άφησαν να κατεβούμε. Μας είχανε ένα μήνα καραντίνα επάνω στο βαπόρι.
Όταν πέρασε ο μήνας, μας κατέβασαν και μας πήγαν στο απολυμαντήριο για να κάνουμε μπάνιο και να λουστούμε με «ειδικό φάρμακο». Τους άντρες αμέσως τους κούρεψαν με την ψιλή μηχανή. Και τις γυναίκες τις έκοψαν τα μαλλιά. Αυτές διαμαρτύρονταν, φώναζαν και έκλαιγαν. Ήταν ντροπή να τις κόψουν τα μαλλιά, το στολίδι της ομορφιάς τους. Τότε έκοψαν και της μάνας μου τα ολόμαυρα, τρανά τσέμας (πλεξούδες) και την είδα να κλαίει.
Από τον Πειραιά μας έφεραν στη Θεσσαλονίκη και από εκεί στον οργανωμένο καταυλισμό των προσφύγων στο Χαρμάνκοϊ (Κορδελιό) έξω από τον Εύοσμο. Εκεί μείναμε έναν μήνα περίπου και ο κόσμος δε μας ήθελε. Η μάνα με έστελνε στη βρύση και τα παιδιά δε με άφηναν να γεμίσω τη στάμνα μου, με κυνηγούσαν. «Να φύγετε από δω τουρκόσποροι» φώναζαν και έκλειναν τη βρύση.
Οι άντρες οι μεγάλοι σε ηλικία συνεννοήθηκαν και έφυγαν να πάνε να ψάξουν σε ποια περιοχή της Μακεδονίας θα εγκατασταθούμε μόνιμα. Μετά από αρκετές μέρες γύρισαν από την «έρευνα» και είχαν καταλήξει στην περιοχή της Πτολεμαΐδας (Καϊλάρ), σε ένα χωριό χτισμένο στους πρόποδες του βουνού με πολλά νερά, δυτικά του βουνού Βέρμιο. Κούρουμψα ήταν το όνομά του, ήταν χωριό Τούρκων Μουσουλμάνων που οι οικογένειές τους έφευγαν κι αυτοί με την Ανταλλαγή στην Τουρκία.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου