Ο Έρνεστ Χέμινγουέι στην Κωνσταντινούπολη το 1922
Ο Έρνεστ Χέμινγουέι βρέθηκε ως ανταποκριτής του ελληνοτουρκικού πολέμου στην Κωνσταντινούπολη αρχικά και στη συνέχεια στην Ανδριανούπολη. Έγραψε για την παράδοση της Ανατολικής Θράκης στους Τούρκους (Ανακωχή των Μουδανιών, Οκτώβρης 1922) αλλά και την καταστροφή της Σμύρνης (κυρίως από μαρτυρίες που άκουσε γιατί ποτέ δεν κατάφερε να φτάσει εκεί). Παραθέτουμε κάποια αποσπάσματα που αντλήσαμε από την εφημερίδα καθημερινή (Καθημερινή, Ηλίας Μαγκλίνης, 8-4-2020).
Οι αναρτήσεις σε αυτό το ιστολόγιο θα έχουν παρόμοια μορφή, δηλαδή τη δραματοποίηση αφηγήσεων που συγκεντρώθηκαν κατά τη διάρκεια έρευνας που έκανε η ομάδα του 3ου ΓΕΛ Γιαννιτσών (Συμπλήρωση ερωτηματολογίου, συνεντεύξεις ανθρώπων που ασχολούνται με την Μικρασιατική Καταστροφή το 1922, έχουν ακούσει ιστορίες από τον διωγμό από τους συγγενείς που έζησαν τα γεγονότα).
Γράφει ο Χέμινγουέι για την Ανακωχή των Μουδανιών: "Για την Ελλάδα του 1922, η Θράκη ήταν σαν τη μάχη του Μάρνη – εκεί θα παιζόταν και θα κερδιζόταν ξανά το παιχνίδι. Το θέαμα ήταν συγκλονιστικό. Όλη η χώρα βρισκόταν μέσα σε πολεμικό πυρετό. Τα τρένα μετέφεραν συνεχώς στρατιώτες. Κι ύστερα, συνέβη το αναπάντεχο: οι Σύμμαχοι χάρισαν την ανατολική Θράκη στους Τούρκους και έδωσαν στον Ελληνικό Στρατό προθεσμία τριών ημερών για την εκκένωσή της…» Στο σημείο αυτό, ο Αμερικανός συγγραφέας και ανταποκριτής δίνει μιαν ανάγλυφη εικόνα του ταπεινωμένου Έλληνα στρατιώτη. «Στην αρχή περίμεναν, νομίζοντας ότι είχε γίνει κάποιο λάθος. Δεν ήθελαν να πιστέψουν ότι η κυβέρνησή τους είχε αποδεχθεί τη συμφωνία αυτή. Το πικρό χαρτί, ωστόσο, είχε υπογραφεί. Κι επειδή ήταν στρατιώτες κι έπρεπε να υπακούσουν, άρχισαν να φεύγουν σιγά σιγά».
Ο Φρέντυ Γερμανός, που πρώτος αυτός παρέθεσε τις παραπάνω περιγραφές στο περιοδικό «Διαβάζω» (τχ. 159, 13/1/1987), σχολιάζει: «Τις καταθέτω στη μνήμη των φαντάρων εκείνων που, καθώς έσερναν τα βήματά τους, περνούσαν χωρίς να το ξέρουν μπροστά στο νικητή του αυριανού Νόμπελ: έναν αμούστακο νεαρό που κρατούσε σημειώσεις σε ένα μικρό μαύρο σημειωματάριο».
Η ανταπόκριση με τον τίτλο, «Μια πομπή βυθισμένη στη σιωπή και τη θλίψη», είναι ενδεικτική του βλέμματος του Χέμινγουεϊ πάνω σε εκείνα τα γεγονότα. Σε μιαν άλλη, που επίσης παραθέτει ο Φρ. Γερμανός, ο Χέμινγουεϊ γράφει: «Όλη τη μέρα τους έβλεπα να περνούν από μπροστά μου. Κουρασμένοι, βρόμικοι, αξύριστοι, ανεμοδαρμένοι. Και γύρω τους η σιωπή της ξαφνιασμένης Θράκης Έφευγαν. Χωρίς μπάντες, χωρίς εμβατήρια, χωρίς καν περίθαλψη! Μόνο με μια βρόμικη κουβέρτα ο καθένας. Και με συντροφιά βέβαια τα κουνούπια της νύχτας. Αυτοί οι άντρες ήταν οι σημαιοφόροι της δόξας που πριν λίγο καιρό λεγόταν Ελλάδα. Κι αυτή η εικόνα ήταν το τέλος της δεύτερης πολιορκίας της Τροίας».
Το 1925 όταν ο Έρνεστ Χεμινγουέι εξέδωσε την πρώτη του συλλογή διηγημάτων, ξεκινούσε με ένα σύντομο κείμενο που τιτλοφορείται «Στην προκυμαία της Σμύρνης», στο οποίο περιγράφει –προφανώς βασισμένος σε μαρτυρίες που συνέλεξε- την κόλαση της πόλης τον Αύγουστο του 1922: «Ένα παράξενο πράγμα, είπε, πώς ούρλιαζαν κάθε βράδυ τα μεσάνυχτα. Δεν ξέρω γιατί ούρλιαζαν πάντα εκείνη την ώρα. Ήμαστε στο λιμάνι κι εκείνες βρίσκονταν στην προβλήτα και τα μεσάνυχτα άρχιζαν να ουρλιάζουν. Για να σωπάσουν, ρίχναμε τον προβολέα πάνω τους. Αυτό πάντα έπιανε. Ανεβοκατεβάζαμε το φως του προβολέα πάνω τους δύο ή τρεις φορές για να πάψουν".
Το χειρότερο, είπε, ήταν οι γυναίκες με τα νεκρά μωρά. Ήταν αδύνατον να πείσεις τις γυναίκες να εγκαταλείψουν τα νεκρά μωρά τους. Είχαν στην αγκαλιά τους μωρά πεθαμένα εδώ και έξι μέρες. Δεν έλεγαν να τ’ αφήσουν. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα γι’ αυτό. Τελικά έπρεπε να τους τα πάρεις με τη βία. Έπειτα, ήταν και μια ηλικιωμένη κυρία, αυτή ήταν η πιο απίστευτη περίπτωση. Μίλησα γι’ αυτό σ’ ένα γιατρό και είπε ότι έλεγα ψέματα. Τις μαζεύαμε από την προβλήτα, είχαμε να μαζέψουμε και τα πτώματα, και αυτή η ηλικιωμένη κυρία ήταν ξαπλωμένη μέσα σ’ ένα σωρό σκουπίδια. Είπαν, «Θα της ρίξετε μια ματιά, κύριε;» Και της έριξα μια ματιά κι εκείνη τη στιγμή πέθανε και κοκάλωσε αμέσως. Τα πόδια της τέντωσαν και η ίδια τέντωσε από τη μέση και κάτω κι έγινε τελείως άκαμπτη. Σαν να είχε πεθάνει την προηγούμενη νύχτα. Ήταν νεκρή και τελείως άκαμπτη. Το είπα σ’ ένα γιατρό και μου είπε ότι αυτό δε γίνεται.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου